Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

καὶ διακριτικός

См. также в других словарях:

  • διακριτικός — ή, ό επίρρ. ά 1. αυτός που έχει την ικανότητα να διακρίνει ή αυτός που ξεχωρίζει: Θα τον αναγνωρίσεις ανάμεσα στο πλήθος από το διακριτικό σημάδι στο μέτωπό του. 2. αυτός που συμπεριφέρεται με λεπτότητα και ευπρέπεια: Τον χαρακτηρίζει η… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • τσέμπαλο — (Μουσ.). Έγχορδο μουσικό όργανο με ταστιέρα, όμοιο στο σχήμα με το πιάνο με ουρά. Οι χορδές χτυπιούνται με γλωσσίδια (μύτες από φτερά κόρακα ή, σπανιότερα, από δέρμα), στερεωμένα στα λεγόμενα σαλταρέλι, μικρά ξύλινα μπαστουνάκια κάθετα στο πίσω… …   Dictionary of Greek

  • ηλεκτρομαγνητική ακτινοβολία — Γενικός όρος, με τον οποίο υποδηλώνονται όλες οι ακτινοβολίες που, διαδιδόμενες στον χώρο, μεταφέρουν ενέργεια με τη μορφή ηλεκτρομαγνητικών διαταράξεων του πεδίου. Τα διάφορα είδη ακτινοβολίας χαρακτηρίζονται με βάση τις συχνότητές τους… …   Dictionary of Greek

  • τρωκτικά — Τάξη θηλαστικών που αποτελείται από μεγάλο αριθμό ειδών, πολύ διαφορετικών στις διαστάσεις, στη μορφή και στις συνήθειες. Ο πιο σπουδαίος διακριτικός χαρακτήρας είναι η οδοντοφυΐα, χωρίς κυνόδοντες και γενικά μόνο με 4 κοπτήρες, πολύ μακριούς και …   Dictionary of Greek

  • στολισμός — Καλλωπισμός, στόλισμα, χρήση κοσμημάτων και στολιδιών. Ο σ. του σώματος έχει τις ρίζες του στα πανάρχαια χρόνια. Οι άνθρωποι τότε συνήθιζαν v’ αλείφουν το σώμα τους με ώχρα, καρβουνόσκονη, ασβέστη, και φυτικά χρώματα, όπως κάνουν και τώρα όσες… …   Dictionary of Greek

  • δελφιναπτερίδες — (delphinapteridae).Οικογένεια κητωδών θηλαστικών. Η οικογένεια αυτή περιλαμβάνει κήτη που μοιάζουν πολύ με τα δελφίνια. Έχουν μεγάλο σφαιρικό κεφάλι, δόντια μικρού μεγέθους και στο πάνω σαγόνι τους φυτρώνει ένας δυνατός χαυλιόδοντας, μήκους… …   Dictionary of Greek

  • Γκραθιάν, Μπαλτασάρ — (Balthasar Gracian, Μπελμόντε ντε Καταλαγιούντ 1601 – Ταραχόνα 1658).Ισπανός συγγραφέας και φιλόσοφος. Καθηγητής στη Χουέσκα, σύχναζε στο σπίτι του εκδότη και φίλου του Ντε Λαστανόσα, που ήταν ανοιχτό στους ανθρώπους των γραμμάτων. Μετά τη… …   Dictionary of Greek

  • λεπτός — ή, ό (AM λεπτός, ή, όν) 1. αυτός που δεν έχει πάχος ή όγκο, φτενός, αραιός στη σύσταση, σε αντιδιαστολή με τον παχύ (α. «λεπτό ύφασμα» β. «λεπτόν τε πέπλον», Ευρ.) 2. αδύνατος, ισχνός, λιπόσαρκος (α. «μετά τη δίαιτα έγινε πολύ λεπτός» β. «ψῡχος… …   Dictionary of Greek

  • Ράαμπε, Βίλχελμ — (Raabe, ψευδώνυμο του Jacob Corvinus, Eσσερσχάουζεν, Χόλτσμιντεν 1831 – Μπράουνσβαϊγκ 1910). Γερμανός συγγραφέας. Σπούδασε φιλοσοφία στο πανεπιστήμιο του Βολφενφμπίτελ και ύστερα πήγε στο Βερολίνο, όπου έγραψε το πρώτο του διήγημα Το χρονικό της… …   Dictionary of Greek

  • ευλαβής — ές (ΑΜ εὐλαβής, ές) πλήρης σεβασμού προς τα θεία, ευσεβής, θεοσεβής («ἄνθρωπος δίκαιος καὶ εὐλαβής», ΚΔ) μσν. αρχ. 1. το ουδ. ως ουσ. τὸ εὐλαβές α) ευλάβεια, αφοσίωση («τὸ εὐλαβὲς τῆς περὶ τὸν θεῑον φόβον διαθέσεως», Ευσ.) β) ο φόβος, το δέος… …   Dictionary of Greek

  • Κασοβίτς, Ματιέ — (Mathieu Kasovitz, Παρίσι 1967 –). Γάλλος σκηνοθέτης, σεναριογράφος και ηθοποιός του κινηματογράφου. Ο Κ. συγκέντρωσε τα βλέμματα αλλά και την ευρύτατη αποδοχή κοινού και κριτικών το 1995 με τη συμμετοχή του στο φεστιβάλ των Κανών και την ταινία… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»